sheet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sheet | sheets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsheet (en)
- το σεντόνι
- ↪ Someone has slept in these sheets.
- Κάποιος έχει κοιμηθεί σ' αυτά τα σεντόνια.
- ↪ Someone has slept in these sheets.
- το φύλλο, χαρτιού ή άλλου υλικού
- ↪ Write your remarks on a sheet of paper.
- Γράψτε τις παρατηρήσεις σας σε ένα φύλλο χαρτί.
- ↪ Write your remarks on a sheet of paper.