κάμηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμηλος | οι | κάμηλοι |
γενική | της | καμήλου | των | καμήλων |
αιτιατική | την | κάμηλο | τις | καμήλους |
κλητική | κάμηλε | κάμηλοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάμηλος[1] (αρσενικό ή θηλυκό) < πρωτοσημιτική *gamal. Δείτε και καμήλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμηλος θηλυκό
- (λόγιο, θηλαστικό ζώο) η καμήλα
Συγγενικά
επεξεργασία- αιγοκάμηλος
- καμηλοπάρδαλη
- → και δείτε τη λέξη καμήλα
Εκφράσεις
επεξεργασία- διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον (αντί κάμιλον): ασχολούμαι με επουσιώδη κι όχι με ουσιώδη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάμηλος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κάμηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κάμηλος | οἱ/αἱ | κάμηλοι |
γενική | τοῦ/τῆς | καμήλου | τῶν | καμήλων |
δοτική | τῷ/τῇ | καμήλῳ | τοῖς/ταῖς | καμήλοις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | κάμηλον | τοὺς/τὰς | καμήλους |
κλητική ὦ! | κάμηλε | κάμηλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμήλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καμήλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμηλος < πρωτοσημιτική *gamal
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμηλος αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η καμήλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κάμιλος (αρσενικό και σημείωση)
Πηγές
επεξεργασία- κάμηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάμηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.