↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμηλοπάρδαλη οι καμηλοπαρδάλεις
      γενική της καμηλοπάρδαλης* των καμηλοπαρδάλεων
    αιτιατική την καμηλοπάρδαλη τις καμηλοπαρδάλεις
     κλητική καμηλοπάρδαλη καμηλοπαρδάλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καμηλοπαρδάλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καμηλοπαρδάλεις

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμηλοπάρδαλη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καμηλοπάρδαλις[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.mi.loˈpaɾ.ða.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μη‐λο‐πάρ‐δα‐λη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμηλοπάρδαλη θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μηρυκαστικό θηλαστικό ζώο της Αφρικής. Είναι το ψηλότερο ζώο της γης με ύψος που φτάνει (στα ενήλικα άτομα) τα 5,5 μέτρα. Το σώμα της καλύπτεται από παχύ ωχροκίτρινο δέρμα και φέρει καφετιές κηλίδες. Το κεφάλι της είναι μικροσκοπικό σε σχέση με το μακρύ λαιμό της και καταλήγει σε δύο μικρά χόνδρινα κέρατα, που καλύπτονται από δέρμα
    • επίσημη διεθνής ονομασία: Giraffa camelopardalis
  2. (αργκό) η θήκη στην οποία τοποθετείται το μικρόφωνο, κυρίως σε στούντιο ηχογράφησης, για να μένει σταθερό σε μεγάλο ύψος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία