Δείτε επίσης: Καμηλοπάρδαλις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καμηλοπάρδαλῐς αἱ καμηλοπαρδάλεις
      γενική τῆς καμηλοπαρδάλεως τῶν καμηλοπαρδάλεων
      δοτική τῇ καμηλοπαρδάλει ταῖς καμηλοπαρδάλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καμηλοπάρδαλῐν τὰς καμηλοπαρδάλεις
     κλητική ! καμηλοπάρδαλῐ καμηλοπαρδάλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμηλοπαρδάλει
γεν-δοτ τοῖν  καμηλοπαρδαλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμηλοπάρδαλις < κάμηλος + πάρδαλις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμηλοπάρδαλις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)