κάμιλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάμιλος | οἱ | κάμιλοι |
γενική | τοῦ | καμίλου | τῶν | καμίλων |
δοτική | τῷ | καμίλῳ | τοῖς | καμίλοις |
αιτιατική | τὸν | κάμιλον | τοὺς | καμίλους |
κλητική ὦ! | κάμιλε | κάμιλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καμίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμιλος < κάμηλος < πρωτοσημιτική *gamal
- Το ήτα «κάμηλος», από παρανόηση, ήδη στην ελληνιστική περίοδο, λόγω της γραφής στη βιβλική φράση: ※ «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν» (Κατὰ Ματθαῖον, ιθ', 24), (πιο εύκολο είναι να περάσεις ένα σκοινί από την τρύπα της βελόνας, παρά ένας πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού), («διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμιλος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- κάμιλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.