Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιδηρέλασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σιδηρέλασμα
τα
σιδηρελάσμα
τ
α
γενική
του
σιδηρελάσμα
τ
ος
των
σιδηρελασμά
τ
ων
αιτιατική
το
σιδηρέλασμα
τα
σιδηρελάσμα
τ
α
κλητική
σιδηρέλασμα
σιδηρελάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιδηρέλασμα
<
σίδηρος
+
έλασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιδηρέλασμα
ουδέτερο
σιδερένιο
έλασμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
λαμαρίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιδηρέλασμα
→
δείτε
τη λέξη
λαμαρίνα