zingage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zingage < zinguer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zingage | zingages |
zingage (fr), zincage αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη zinc
ενικός | πληθυντικός |
zingage | zingages |
zingage (fr), zincage αρσενικό