ψευδαργύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδαργύρωση | οι | ψευδαργυρώσεις |
γενική | της | ψευδαργύρωσης* | των | ψευδαργυρώσεων |
αιτιατική | την | ψευδαργύρωση | τις | ψευδαργυρώσεις |
κλητική | ψευδαργύρωση | ψευδαργυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδαργυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψευδαργύρωση < (καθαρεύουσα) ψευδαργύρωσις < ψευδαργυρώνω + -σις < ψευδάργυρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψευδαργύρωση θηλυκό
- η επικάλυψη μιας μεταλλικής επιφάνειας με ψευδάργυρο, για να μην οξειδωθεί το μέταλλο
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψευδάργυρος