οξειδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξειδώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαοξειδώνω, αόρ.: οξείδωσα, παθ.φωνή: οξειδώνομαι, π.αόρ.: οξειδώθηκα, μτχ.π.π.: οξειδωμένος
- προκαλώ οξείδωση
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, 10. Της αγάπης αίματα Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, 10. Της αγάπης αίματα Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Tης αγάπης αίματα | * | με πορφύρωσαν |
Kαι χαρές ανείδωτες | * | με σκιάσανε |
Oξειδώθηκα μες στη | * | νοτιά |
* | των ανθρώπων | |
Μακρινή Μητέρα | * | Pόδο μου Aμάραντο |
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οξειδώνω | οξείδωνα | θα οξειδώνω | να οξειδώνω | οξειδώνοντας | |
β' ενικ. | οξειδώνεις | οξείδωνες | θα οξειδώνεις | να οξειδώνεις | οξείδωνε | |
γ' ενικ. | οξειδώνει | οξείδωνε | θα οξειδώνει | να οξειδώνει | ||
α' πληθ. | οξειδώνουμε | οξειδώναμε | θα οξειδώνουμε | να οξειδώνουμε | ||
β' πληθ. | οξειδώνετε | οξειδώνατε | θα οξειδώνετε | να οξειδώνετε | οξειδώνετε | |
γ' πληθ. | οξειδώνουν(ε) | οξείδωναν οξειδώναν(ε) |
θα οξειδώνουν(ε) | να οξειδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οξείδωσα | θα οξειδώσω | να οξειδώσω | οξειδώσει | ||
β' ενικ. | οξείδωσες | θα οξειδώσεις | να οξειδώσεις | οξείδωσε | ||
γ' ενικ. | οξείδωσε | θα οξειδώσει | να οξειδώσει | |||
α' πληθ. | οξειδώσαμε | θα οξειδώσουμε | να οξειδώσουμε | |||
β' πληθ. | οξειδώσατε | θα οξειδώσετε | να οξειδώσετε | οξειδώστε | ||
γ' πληθ. | οξείδωσαν οξειδώσαν(ε) |
θα οξειδώσουν(ε) | να οξειδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οξειδώσει | είχα οξειδώσει | θα έχω οξειδώσει | να έχω οξειδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οξειδώσει | είχες οξειδώσει | θα έχεις οξειδώσει | να έχεις οξειδώσει | έχε οξειδωμένο | |
γ' ενικ. | έχει οξειδώσει | είχε οξειδώσει | θα έχει οξειδώσει | να έχει οξειδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οξειδώσει | είχαμε οξειδώσει | θα έχουμε οξειδώσει | να έχουμε οξειδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οξειδώσει | είχατε οξειδώσει | θα έχετε οξειδώσει | να έχετε οξειδώσει | έχετε οξειδωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν οξειδώσει | είχαν οξειδώσει | θα έχουν οξειδώσει | να έχουν οξειδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) οξειδωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) οξειδωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) οξειδωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) οξειδωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οξειδώνομαι | οξειδωνόμουν(α) | θα οξειδώνομαι | να οξειδώνομαι | ||
β' ενικ. | οξειδώνεσαι | οξειδωνόσουν(α) | θα οξειδώνεσαι | να οξειδώνεσαι | ||
γ' ενικ. | οξειδώνεται | οξειδωνόταν(ε) | θα οξειδώνεται | να οξειδώνεται | ||
α' πληθ. | οξειδωνόμαστε | οξειδωνόμαστε οξειδωνόμασταν |
θα οξειδωνόμαστε | να οξειδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | οξειδώνεστε | οξειδωνόσαστε οξειδωνόσασταν |
θα οξειδώνεστε | να οξειδώνεστε | (οξειδώνεστε) | |
γ' πληθ. | οξειδώνονται | οξειδώνονταν οξειδωνόντουσαν |
θα οξειδώνονται | να οξειδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οξειδώθηκα | θα οξειδωθώ | να οξειδωθώ | οξειδωθεί | ||
β' ενικ. | οξειδώθηκες | θα οξειδωθείς | να οξειδωθείς | οξειδώσου | ||
γ' ενικ. | οξειδώθηκε | θα οξειδωθεί | να οξειδωθεί | |||
α' πληθ. | οξειδωθήκαμε | θα οξειδωθούμε | να οξειδωθούμε | |||
β' πληθ. | οξειδωθήκατε | θα οξειδωθείτε | να οξειδωθείτε | οξειδωθείτε | ||
γ' πληθ. | οξειδώθηκαν οξειδωθήκαν(ε) |
θα οξειδωθούν(ε) | να οξειδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οξειδωθεί | είχα οξειδωθεί | θα έχω οξειδωθεί | να έχω οξειδωθεί | οξειδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις οξειδωθεί | είχες οξειδωθεί | θα έχεις οξειδωθεί | να έχεις οξειδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οξειδωθεί | είχε οξειδωθεί | θα έχει οξειδωθεί | να έχει οξειδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οξειδωθεί | είχαμε οξειδωθεί | θα έχουμε οξειδωθεί | να έχουμε οξειδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οξειδωθεί | είχατε οξειδωθεί | θα έχετε οξειδωθεί | να έχετε οξειδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οξειδωθεί | είχαν οξειδωθεί | θα έχουν οξειδωθεί | να έχουν οξειδωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι οξειδωμένος - είμαστε, είστε, είναι οξειδωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν οξειδωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν οξειδωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι οξειδωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι οξειδωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι οξειδωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι οξειδωμένοι |