Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξειδωμένος η οξειδωμένη το οξειδωμένο
      γενική του οξειδωμένου της οξειδωμένης του οξειδωμένου
    αιτιατική τον οξειδωμένο την οξειδωμένη το οξειδωμένο
     κλητική οξειδωμένε οξειδωμένη οξειδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξειδωμένοι οι οξειδωμένες τα οξειδωμένα
      γενική των οξειδωμένων των οξειδωμένων των οξειδωμένων
    αιτιατική τους οξειδωμένους τις οξειδωμένες τα οξειδωμένα
     κλητική οξειδωμένοι οξειδωμένες οξειδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξειδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οξειδώνω, οξειδώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

οξειδωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία