οξειδωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαοξειδωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του οξειδωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του οξειδωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οξειδωμένος
οξειδωμένων