Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξείδωση οι οξειδώσεις
      γενική της οξείδωσης* των οξειδώσεων
    αιτιατική την οξείδωση τις οξειδώσεις
     κλητική οξείδωση οξειδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οξειδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξείδωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀξείδω(σις) + -ση, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oxydation [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξείδωση θηλυκό

  1. (χημεία) η χημική διαδικασία με την οποία ένα στοιχείο ή μία χημική ένωση αποβάλει ηλεκτρόνια (στις οργανικές ενώσεις του άνθρακα, όταν αφαιρείται υδρογόνο ή προστίθεται οξυγόνο)
     αντώνυμα: αναγωγή
  2. σκούριασμα

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία