↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξειδοαναγωγή οι οξειδοαναγωγές
      γενική της οξειδοαναγωγής των οξειδοαναγωγών
    αιτιατική την οξειδοαναγωγή τις οξειδοαναγωγές
     κλητική οξειδοαναγωγή οξειδοαναγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξειδοαναγωγή < οξείδωση + -ο- + αναγωγή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική oxydoréduction ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oxidation-reduction)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οξειδοαναγωγή θηλυκό

  • (χημεία) χημική αντίδραση κατά την οποία τα άτομα των στοιχείων που συμμετέχουν αλλάζουν αριθμό οξείδωσης
    ※  Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Γ' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Τεύχος Α', Ενότητα 5. Οξειδοαναγωγή Ηλεκτρόλυση, ※  @ebooks.edu.gr
    Στη βιολογία η αναπνοή των αερόβιων οργανισμών, στην τεχνολογία η καύση, οι βασικές μεταλλουργικές διεργασίες, η διάβρωση των μετάλλων, τα γαλβανικά στοιχεία (μπαταρίες) και πολλά άλλα είναι στη βάση τους αντιδράσεις οξειδοαναγωγής. Οι αντιδράσεις οξειδοαναγωγής μπορούμε να πούμε ότι έχουν ως κοινό γνώρισμα τη μεταφορά ηλεκτρονίων μεταξύ των αντιδρώντων ουσιών.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • οξειδοαναγωγήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • οξειδοαναγωγή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία