σκούριασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκούριασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκούριασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκουριάζω (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- η υγρασία της περιοχής επιτάχυνε το σκούριασμα των μεταλλικών αντικειμένων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκούριασμα
|