σκουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουριάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκωριάζω κατά την εξέλιξη σκωρία > σκουριά[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skuˈɾʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐ριά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκουριάζω, αόρ.: σκούριασα, π.αόρ.: σκουριάστηκα, μτχ.π.π.: σκουριασμένος
- προκαλώ σκουριά σε κάτι, οξειδώνω
- (μεταφορικά, προφορικό) γίνομαι αγύμναστος γιατί δε κάνω γυμναστική
- (μειωτικό) παλιές ιδέες που δεν είναι σύγχρονες
- ⮡ ο σκοταδισμός είναι πια μια σκουριασμένη αντίληψη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκουριάζω | σκούριαζα | θα σκουριάζω | να σκουριάζω | σκουριάζοντας | |
β' ενικ. | σκουριάζεις | σκούριαζες | θα σκουριάζεις | να σκουριάζεις | σκούριαζε | |
γ' ενικ. | σκουριάζει | σκούριαζε | θα σκουριάζει | να σκουριάζει | ||
α' πληθ. | σκουριάζουμε | σκουριάζαμε | θα σκουριάζουμε | να σκουριάζουμε | ||
β' πληθ. | σκουριάζετε | σκουριάζατε | θα σκουριάζετε | να σκουριάζετε | σκουριάζετε | |
γ' πληθ. | σκουριάζουν(ε) | σκούριαζαν σκουριάζαν(ε) |
θα σκουριάζουν(ε) | να σκουριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκούριασα | θα σκουριάσω | να σκουριάσω | σκουριάσει | ||
β' ενικ. | σκούριασες | θα σκουριάσεις | να σκουριάσεις | σκούριασε | ||
γ' ενικ. | σκούριασε | θα σκουριάσει | να σκουριάσει | |||
α' πληθ. | σκουριάσαμε | θα σκουριάσουμε | να σκουριάσουμε | |||
β' πληθ. | σκουριάσατε | θα σκουριάσετε | να σκουριάσετε | σκουριάστε | ||
γ' πληθ. | σκούριασαν σκουριάσαν(ε) |
θα σκουριάσουν(ε) | να σκουριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκουριάσει | είχα σκουριάσει | θα έχω σκουριάσει | να έχω σκουριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκουριάσει | είχες σκουριάσει | θα έχεις σκουριάσει | να έχεις σκουριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκουριάσει | είχε σκουριάσει | θα έχει σκουριάσει | να έχει σκουριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκουριάσει | είχαμε σκουριάσει | θα έχουμε σκουριάσει | να έχουμε σκουριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκουριάσει | είχατε σκουριάσει | θα έχετε σκουριάσει | να έχετε σκουριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκουριάσει | είχαν σκουριάσει | θα έχουν σκουριάσει | να έχουν σκουριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγύμναστος
→ δείτε τη λέξη αγύμναστος |
παλιές ιδέες
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκουριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας