Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουριάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκωριάζω κατά την εξέλιξη σκωρία > σκουριά[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skuˈɾʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐ριά‐ζω

σκουριάζω, αόρ.: σκούριασα, π.αόρ.: σκουριάστηκα, μτχ.π.π.: σκουριασμένος

  1. προκαλώ σκουριά σε κάτι, οξειδώνω
  2. (μεταφορικά, προφορικό) γίνομαι αγύμναστος γιατί δε κάνω γυμναστική
  3. (μειωτικό) παλιές ιδέες που δεν είναι σύγχρονες
    ⮡  ο σκοταδισμός είναι πια μια σκουριασμένη αντίληψη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία