rust
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rust (en)
- σκουριά
- χρώμα σκουριάς
- (μεταφορικά) αδράνεια, σκούριασμα
- οξείδωση
- διάβρωση
Ρήμα επεξεργασία
rust (en)
- σκουριάζω
- αποδυναμώνομαι από το καθισιό, την μη κινητικότητα, την μη δράση
- διαβιβρώσκω