↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωρία οι σκωρίες
      γενική της σκωρίας των σκωριών
    αιτιατική τη σκωρία τις σκωρίες
     κλητική σκωρία σκωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκωρία < αρχαία ελληνική σκωρία < αρχαία ελληνική σκῶρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκωρία θηλυκό

  1. (μεταλλουργία) κατακάθι σε κάμινο μετάλλου
  2. (λόγιο) η σκουριά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωρία οι σκωρίες
      γενική της σκωρίας των σκωριών
    αιτιατική τη σκωρία τις σκωρίες
     κλητική σκωρία σκωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σκωρία < σκῶρ (περίττωμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκωρία θηλυκό

  • το «περίττωμα» του μετάλλου, η σκουριά