↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκουριασμένος η σκουριασμένη το σκουριασμένο
      γενική του σκουριασμένου της σκουριασμένης του σκουριασμένου
    αιτιατική τον σκουριασμένο τη σκουριασμένη το σκουριασμένο
     κλητική σκουριασμένε σκουριασμένη σκουριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκουριασμένοι οι σκουριασμένες τα σκουριασμένα
      γενική των σκουριασμένων των σκουριασμένων των σκουριασμένων
    αιτιατική τους σκουριασμένους τις σκουριασμένες τα σκουριασμένα
     κλητική σκουριασμένοι σκουριασμένες σκουριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουριασμένος. μετοχή παθητικού παρακειμένου σκουριάζω

σκουριασμένος, -η, -ο

  1. που έχει σκουριάσει, έχει οξειδωθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει παλιές, απαρχαιωμένες αντιλήψεις σε κοινωνικά ζητήματα ή σε ζητήματα της δουλειάς, έχει "μείνει πίσω", δεν έχει επιμορφωθεί με τις νέες εξελίξεις επαγγελματικά
    Παλιά μυαλά, σκουριασμένα, δε μπορείς να συνεννοηθείς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία