οξειδώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οξειδώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οξειδώνω
- θα οξειδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οξειδώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
οξειδώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οξείδωση