Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οξειδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οξειδώνω
  2. θα οξειδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οξειδώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

οξειδώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οξείδωση