οξειδωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξειδωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξειδωτής αρσενικό
- αυτός που προκαλεί οξείδωση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξειδωτής
|
οξειδωτής αρσενικό
|