Ετυμολογία

επεξεργασία
zincifère < zinc + -fère

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zincifère zincifères

zincifère (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη zinc