τενεκετζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τενεκετζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική tenekeci[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.ne.ceˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐νε‐κε‐τζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίατενεκετζής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τενεκετζής
→ δείτε τη λέξη λευκοσιδηρουργός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τενεκετζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας