↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκοσιδηρουργία οι λευκοσιδηρουργίες
      γενική της λευκοσιδηρουργίας των λευκοσιδηρουργιών
    αιτιατική τη λευκοσιδηρουργία τις λευκοσιδηρουργίες
     κλητική λευκοσιδηρουργία λευκοσιδηρουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκοσιδηρουργία < λευκοσιδηρουργός + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευκοσιδηρουργία θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο
  2. (γενικότερα) ο τομέας της παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία