↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λευκοσιδηρουργείο τα λευκοσιδηρουργεία
      γενική του λευκοσιδηρουργείου των λευκοσιδηρουργείων
    αιτιατική το λευκοσιδηρουργείο τα λευκοσιδηρουργεία
     κλητική λευκοσιδηρουργείο λευκοσιδηρουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκοσιδηρουργείο < λευκοσιδηρουργ(ός) + -είο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.fko.si.ði.ɾuɾˈʝi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευκοσιδηρουργείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία