τενεκετζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τενεκετζίδικο < τενεκετζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατενεκετζίδικο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το εργαστήριο ενός τενεκετζή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τενεκετζίδικο
|