λευκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λευκάζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λευκάζω < αρχαία ελληνική λευκός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lefˈka.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλευκάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λευκός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λευκάζω | λεύκαζα | θα λευκάζω | να λευκάζω | λευκάζοντας | |
β' ενικ. | λευκάζεις | λεύκαζες | θα λευκάζεις | να λευκάζεις | λεύκαζε | |
γ' ενικ. | λευκάζει | λεύκαζε | θα λευκάζει | να λευκάζει | ||
α' πληθ. | λευκάζουμε | λευκάζαμε | θα λευκάζουμε | να λευκάζουμε | ||
β' πληθ. | λευκάζετε | λευκάζατε | θα λευκάζετε | να λευκάζετε | λευκάζετε | |
γ' πληθ. | λευκάζουν(ε) | λεύκαζαν λευκάζαν(ε) |
θα λευκάζουν(ε) | να λευκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λεύκασα | θα λευκάσω | να λευκάσω | λευκάσει | ||
β' ενικ. | λεύκασες | θα λευκάσεις | να λευκάσεις | λεύκασε | ||
γ' ενικ. | λεύκασε | θα λευκάσει | να λευκάσει | |||
α' πληθ. | λευκάσαμε | θα λευκάσουμε | να λευκάσουμε | |||
β' πληθ. | λευκάσατε | θα λευκάσετε | να λευκάσετε | λευκάστε | ||
γ' πληθ. | λεύκασαν λευκάσαν(ε) |
θα λευκάσουν(ε) | να λευκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λευκάσει | είχα λευκάσει | θα έχω λευκάσει | να έχω λευκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λευκάσει | είχες λευκάσει | θα έχεις λευκάσει | να έχεις λευκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει λευκάσει | είχε λευκάσει | θα έχει λευκάσει | να έχει λευκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λευκάσει | είχαμε λευκάσει | θα έχουμε λευκάσει | να έχουμε λευκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λευκάσει | είχατε λευκάσει | θα έχετε λευκάσει | να έχετε λευκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λευκάσει | είχαν λευκάσει | θα έχουν λευκάσει | να έχουν λευκάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκάζω
|