Ετυμολογία

επεξεργασία
εν λευκώ < (καθαρεύουσα ) ἐν λευκῷ (δοτική ενικού του λευκός)  δείτε τις λέξεις εν και λευκός. Δείτε και τη γαλλική carte blanche  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

εν λευκώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία