εν λευκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν λευκώ < (καθαρεύουσα ) ἐν λευκῷ (δοτική ενικού του λευκός) → δείτε τις λέξεις εν και λευκός. Δείτε και τη γαλλική carte blanche • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν λευκώ
- (λόγιο) χωρίς δέσμευση ή περιορισμούς, ανεπιφύλακτα, ελεύθερα
- ※ Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θα διαχειρίζεται σχεδόν εν λευκώ τη δημόσια περιουσία χωρίς υποχρεωτική έγκριση της Βουλής για τη μορφή της αξιοποίησης.(* @enet.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εν λευκώ
|