υπόλευκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόλευκος < αρχαία ελληνική ὑπόλευκος < ὑπό + λευκός
Επίθετο
επεξεργασίαυπόλευκος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- ασπριδερός / ασπρειδερός / ασπρουδερός / ασπροδερός
- ασπρουλιάρης
- ασπρουλιάρικος
- ασπρουλός
- ασπρούτσικος
- ημίλευκος
- λευκωπός