Ετυμολογία

επεξεργασία
blanchâtre < blanche (θηλυκό του blanc) + -âtre

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blanchâtre blanchâtres

blanchâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ημίλευκος
  2. ασπρουλιάρης