ασπρουλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασπρουλιάρης | η | ασπρουλιάρα | το | ασπρουλιάρικο |
γενική | του | ασπρουλιάρη | της | ασπρουλιάρας | του | ασπρουλιάρικου |
αιτιατική | τον | ασπρουλιάρη | την | ασπρουλιάρα | το | ασπρουλιάρικο |
κλητική | ασπρουλιάρη | ασπρουλιάρα | ασπρουλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασπρουλιάρηδες | οι | ασπρουλιάρες | τα | ασπρουλιάρικα |
γενική | των | ασπρουλιάρηδων | — | των | ασπρουλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ασπρουλιάρηδες | τις | ασπρουλιάρες | τα | ασπρουλιάρικα |
κλητική | ασπρουλιάρηδες | ασπρουλιάρες | ασπρουλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασπρουλιάρης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαασπρουλιάρης
- άσπρος ή σχεδόν άσπρος (ασπροφέρνων)
- ασθενικός στην όψη
- μειωτικά ο λευκός