ασπρουλιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπρουλιάρικος < άσπρος < λατιν. asper (=τραχύς)
Επίθετο
επεξεργασίαασπρουλιάρικος
- ωχρός, ξεθωριασμένος, ασπρουλιάρης
- αυτό το μπλουζάκι έχει γίνει πια ασπρουλιάρικο, τόσο καιρό που το φοράω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπρουλιάρικος
|