λευκωπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λευκωπός | η | λευκωπή | το | λευκωπό |
γενική | του | λευκωπού | της | λευκωπής | του | λευκωπού |
αιτιατική | τον | λευκωπό | τη | λευκωπή | το | λευκωπό |
κλητική | λευκωπέ | λευκωπή | λευκωπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λευκωποί | οι | λευκωπές | τα | λευκωπά |
γενική | των | λευκωπών | των | λευκωπών | των | λευκωπών |
αιτιατική | τους | λευκωπούς | τις | λευκωπές | τα | λευκωπά |
κλητική | λευκωποί | λευκωπές | λευκωπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλευκωπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκωπός
|
Πηγές
επεξεργασία- λευκωπός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)