Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπριδερός η ασπριδερή το ασπριδερό
      γενική του ασπριδερού της ασπριδερής του ασπριδερού
    αιτιατική τον ασπριδερό την ασπριδερή το ασπριδερό
     κλητική ασπριδερέ ασπριδερή ασπριδερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπριδεροί οι ασπριδερές τα ασπριδερά
      γενική των ασπριδερών των ασπριδερών των ασπριδερών
    αιτιατική τους ασπριδερούς τις ασπριδερές τα ασπριδερά
     κλητική ασπριδεροί ασπριδερές ασπριδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ασπριδερός < άσπρος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ασπριδερός

  • υπόλευκος
    προσπαθώ να βουρτσίζω συχνά τα δόντια μου και τώρα είναι ασπριδερά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία