Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιδερός η -ιδερή το -ιδερό
      γενική του -ιδερού της -ιδερής του -ιδερού
    αιτιατική τον -ιδερό τη(ν) -ιδερή το -ιδερό
     κλητική -ιδερέ -ιδερή -ιδερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιδεροί οι -ιδερές τα -ιδερά
      γενική των -ιδερών των -ιδερών των -ιδερών
    αιτιατική τους -ιδερούς τις -ιδερές τα -ιδερά
     κλητική -ιδεροί -ιδερές -ιδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιδερός < ιδ(εί) + -ερός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ι‐δε‐ρός

  Επίθημα επεξεργασία

-ιδερός, -η, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ιδερόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)