Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατιμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατιμασμέν
ος
η
ατιμασμέν
η
το
ατιμασμέν
ο
γενική
του
ατιμασμέν
ου
της
ατιμασμέν
ης
του
ατιμασμέν
ου
αιτιατική
τον
ατιμασμέν
ο
την
ατιμασμέν
η
το
ατιμασμέν
ο
κλητική
ατιμασμέν
ε
ατιμασμέν
η
ατιμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατιμασμέν
οι
οι
ατιμασμέν
ες
τα
ατιμασμέν
α
γενική
των
ατιμασμέν
ων
των
ατιμασμέν
ων
των
ατιμασμέν
ων
αιτιατική
τους
ατιμασμέν
ους
τις
ατιμασμέν
ες
τα
ατιμασμέν
α
κλητική
ατιμασμέν
οι
ατιμασμέν
ες
ατιμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ατιμασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ατιμάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατιμασμένος
γαλλικά
:
déshonoré
(fr)