ηλιοκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ʎo.kaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λιο‐κα‐μέ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
ηλιοκαμένος, -η, -ο
- που έχει κάνει πολλή ηλιοθεραπεία και το δέρμα του έχει σκουρήνει
- άλλες μορφές: λιοκαμένος (λογοτεχνικό)
- ≈ συνώνυμα: ηλιοψημένος
Συγγενικά
επεξεργασία- ηλιόπληκτος (λόγιο, ιατρική)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ηλιοκαμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)