↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιοψημένος η ηλιοψημένη το ηλιοψημένο
      γενική του ηλιοψημένου της ηλιοψημένης του ηλιοψημένου
    αιτιατική τον ηλιοψημένο την ηλιοψημένη το ηλιοψημένο
     κλητική ηλιοψημένε ηλιοψημένη ηλιοψημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιοψημένοι οι ηλιοψημένες τα ηλιοψημένα
      γενική των ηλιοψημένων των ηλιοψημένων των ηλιοψημένων
    αιτιατική τους ηλιοψημένους τις ηλιοψημένες τα ηλιοψημένα
     κλητική ηλιοψημένοι ηλιοψημένες ηλιοψημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιοψημένος < ηλιο- + ψημένος

ηλιοψημένος, -η, -ο

  • που έχει μελαχρινό δέρμα εξαιτίας της μακροχρόνιας έκθεσης στον ήλιο
    Ευθύς μετ’ ολίγον, ο Πάπος, φαγκρίζων και γελών, ως προσωπίς αποκριάτικη, κάτισχνος, μελαψός, και ηλιοψημένος, ήλθε πλησίον εκεί ... (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το ενιαύσιον θύμα, 1899)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία