Δείτε επίσης: ἡλιο-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡλιο- < ἥλιος (ήλιος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʎo/ & /i.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

ηλιο-, ηλιό- ή ηλι-, ηλί-

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ηλιο-, ηλιό-
  • ηλι-, ηλί-

και

όπως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία