ηλιοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηλιοσκόπιο ουδέτερο
- (μετεωρολογία): μετεωρολογικό όργανο παρατήρησης του Ήλιου μειώνοντας την ένταση του φωτός του χάρη στον αντικατοπτρισμό του σε καθρέφτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλιοσκόπιο