Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικατοπτρισμός οι αντικατοπτρισμοί
      γενική του αντικατοπτρισμού των αντικατοπτρισμών
    αιτιατική τον αντικατοπτρισμό τους αντικατοπτρισμούς
     κλητική αντικατοπτρισμέ αντικατοπτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικατοπτρισμός < αντικατοπτρίζω + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικατοπτρισμός αρσενικό

  1. (φυσική) η εμφάνιση σε κοντινής απόσταση του ειδώλου ενός αντικειμένου που βρίσκεται μακριά από κάποιον παρατηρητή
     συνώνυμα: μουργκάνα
  2. (λόγιο) αντικαθρέφτισμα
    άλλες μορφές: αντικατόπτρισμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία