Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.ka.topˈtɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντικατοπτρίζω

αντικατοπτρίζω, αόρ.: αντικατόπτρισα, παθ.φωνή: αντικατοπτρίζομαι, π.αόρ.: αντικατοπτρίστηκα, μτχ.π.π.: αντικατοπτρισμένος

  1. καθρεφτίζω
  2. δείχνω κάτι που δεν είναι φανερό εκ πρώτης όψεως

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία