αντικατοπτρισμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντικατοπτρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντικατοπτρίζω
ΜετοχήΕπεξεργασία
αντικατοπτρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αντικατοπτρίζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντικατοπτρισμένος
|