Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοπτρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτρίζω < αρχαία ελληνική κάτοπτρον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.toˈptɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐το‐πτρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατοπτρίζω, αόρ.: κατόπτρισα, παθ.φωνή: κατοπτρίζομαι, π.αόρ.: κατοπτρίστηκα, μτχ.π.π.: κατοπτρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοπτρίζω < αρχαία ελληνική κάτοπτρ(ον) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατοπτρίζω

  Πηγές επεξεργασία