κάτοπτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάτοπτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάτοπτρον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.to.ptɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐το‐πτρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάτοπτρο ουδέτερο
- (λόγιο) καθρέφτης
- λεία επιφάνεια που αντανακλά τις ακτίνες του φωτός με τέτοιο τρόπο που μπορεί να λειτουργεί ως καθρέφτης (έστω με παραμορφωμένο είδωλο)
- ※ το κύριο κάτοπτρο του τηλεσκοπίου Χαμπλ έχει διάμετρο 2,4 μέτρα και βάρος 828 χιλιόγραμμα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κατά και ορώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάτοπτρο
|