κατοπτρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατοπτρισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατοπτρισμός αρσενικό
- η εμφάνιση του ειδώλου ενός αντικειμένου σε μια λεία και γυαλιστερή επιφάνεια που λειτουργεί ως κάτοπτρο.
- ο κατοπτρισμός των σπιτιών στα νερά της λίμνης