κατοπτρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατοπτρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτρικός. Μορφολογικά αναλύεται σε κάτοπτρ(ο) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατοπτρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάτοπτρ(ον) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κατοπτρικός, -ή, -ό
- (ελληνιστική κοινή) ο σχετικός με κάτοπτρο
Πηγές
επεξεργασία
- κατοπτρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατοπτρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.