↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοκατοπτρισμός οι αυτοκατοπτρισμοί
      γενική του αυτοκατοπτρισμού των αυτοκατοπτρισμών
    αιτιατική τον αυτοκατοπτρισμό τους αυτοκατοπτρισμούς
     κλητική αυτοκατοπτρισμέ αυτοκατοπτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοκατοπτρισμός < αυτο- + κατοπτρισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self‐reflexivity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοκατοπτρισμός[1] αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αυτοκατοπτρισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)