πολυεδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυεδρικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με πολύεδρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό ή έχει τη μορφή του
- (μεταφορικά) πολύπλευρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυεδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυεδρικός, -ή, -ο
- (πολιτική) (για εκλογική περιφέρεια) που έχει περισσότερες από μία έδρες, που εκλέγει περισσότερους από έναν βουλευτές
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυεδρικός
|