↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυεδρικός η πολυεδρική το πολυεδρικό
      γενική του πολυεδρικού της πολυεδρικής του πολυεδρικού
    αιτιατική τον πολυεδρικό την πολυεδρική το πολυεδρικό
     κλητική πολυεδρικέ πολυεδρική πολυεδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυεδρικοί οι πολυεδρικές τα πολυεδρικά
      γενική των πολυεδρικών των πολυεδρικών των πολυεδρικών
    αιτιατική τους πολυεδρικούς τις πολυεδρικές τα πολυεδρικά
     κλητική πολυεδρικοί πολυεδρικές πολυεδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυεδρικός < πολύεδρο + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυεδρικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με πολύεδρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό ή έχει τη μορφή του
  2. (μεταφορικά) πολύπλευρος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυεδρικός η πολυεδρική το πολυεδρικό
      γενική του πολυεδρικού της πολυεδρικής του πολυεδρικού
    αιτιατική τον πολυεδρικό την πολυεδρική το πολυεδρικό
     κλητική πολυεδρικέ πολυεδρική πολυεδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυεδρικοί οι πολυεδρικές τα πολυεδρικά
      γενική των πολυεδρικών των πολυεδρικών των πολυεδρικών
    αιτιατική τους πολυεδρικούς τις πολυεδρικές τα πολυεδρικά
     κλητική πολυεδρικοί πολυεδρικές πολυεδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυεδρικός < πολυ- + έδρα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυεδρικός, -ή, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία