Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονοεδρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονοεδρικ
ός
η
μονοεδρικ
ή
το
μονοεδρικ
ό
γενική
του
μονοεδρικ
ού
της
μονοεδρικ
ής
του
μονοεδρικ
ού
αιτιατική
τον
μονοεδρικ
ό
τη
μονοεδρικ
ή
το
μονοεδρικ
ό
κλητική
μονοεδρικ
έ
μονοεδρικ
ή
μονοεδρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονοεδρικ
οί
οι
μονοεδρικ
ές
τα
μονοεδρικ
ά
γενική
των
μονοεδρικ
ών
των
μονοεδρικ
ών
των
μονοεδρικ
ών
αιτιατική
τους
μονοεδρικ
ούς
τις
μονοεδρικ
ές
τα
μονοεδρικ
ά
κλητική
μονοεδρικ
οί
μονοεδρικ
ές
μονοεδρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονοεδρικός
<
μονο-
+
έδρα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μονοεδρικός, -ή, -ο
(
πολιτική
) (για
εκλογική
περιφέρεια
) που έχει
μόνο
μία
έδρα
, που
εκλέγει
μόνο
έναν
βουλευτή
Αντώνυμα
επεξεργασία
πολυεδρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονοεδρικός