Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɔ.li.e.dʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
polyedrique polyedriques

polyedrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό